φούχτα — και φούκτα, η / φοῡκτα, ΝΜ βλ. χούφτα … Dictionary of Greek
χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… … Dictionary of Greek
αγοστός — ἀγοστός, ο (AM) μσν. ακαθαρσία, ρύπος, διαφθορά αρχ. 1. η παλάμη τού χεριού 2. αγκάλη, αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο Frisk συνδέει τη λέξη με το σανσκρ. hasta (= χέρι), το παλαιό γερμανικό Faust (= γροθιά), το αρχ. σλαβ. grbstb (=… … Dictionary of Greek
αμφίδοχμος — ἀμφίδοχμος, ον (Α) (για λίθους) αυτός που έχει μέγεθος δοχμής (= σπιθαμής), που μπορεί να χωρέσει στη φούχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δοχμή ή δόχμη] … Dictionary of Greek
βούρα — Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου, στην Αιγιαλεία (σημερινή Αχαΐα). Ονομάστηκε από τη Β., κόρη του Δία. Καταστράφηκε το 373 π.Χ. από σεισμό, μαζί με τη γειτονική Ελίκη, αλλά ξαναχτίστηκε, γιατί την κυρίευσε και την άφησε ελεύθερη ο Δημήτριος… … Dictionary of Greek
δράγδην — επίρρ. (Α) με τη φούχτα, αρπαχτά … Dictionary of Greek
δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
κοτρώνι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 77 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαχάρως, στο δημοτικό διαμέρισμα Μίνθης. 2. Οικισμός (25… … Dictionary of Greek
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek